εξάψαλμος, ο, ουσ. [<μσν. ἑξάψαλμος <ἑξ
(αριθμητ.) + ψαλμός], σειρά από έντονες και αυστηρές παρατηρήσεις, η κατσάδα.
Από τους έξι ψαλμούς, που ακούγονται συνεχόμενοι στον Όρθρο·
- ακούω τον εξάψαλμο, δέχομαι αυστηρές παρατηρήσεις,
με κατσαδιάζουν: «πρέπει να πάω σήμερα νωρίς στο σπίτι, γιατί δε θέλω πάλι ν’
ακούσω τον εξάψαλμο απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω όσα σέρνει το κάρο /
ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον Απόστολο·
- αρχίζω τον εξάψαλμο, επαναλαμβάνω συνεχώς τις ίδιες
συμβουλές: «δε θέλω ν’ αργήσω πάλι, γιατί, μόλις πάω στο σπίτι, θα μ’ αρχίσει
τον εξάψαλμο η μάνα μου». Συνών. αρχίζω τον Απόστολο·
- του ’ψαλε τον εξάψαλμο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε
αυστηρότατα: «όση ώρα του ’ψαλε ο πατέρας του τον εξάψαλμο, αυτός είχε
κατεβασμένο το κεφάλι του». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε
όσα σέρνει το κάρο / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του
’ψαλε τον Απόστολο.